Παιχνίδια δύναμης παίζουν μόνο οι
αδύναμοι
Αυτό που
υποτίθεται πετυχαίνουν αυτά τα παιχνίδια είναι η απόκτηση μιας αίσθησης
παντοδυναμίας, ο έλεγχος του άλλου και της σχέσης και, κυρίως, η εξασφάλιση ότι
κανένας δεν θα πλησιάσει επικίνδυνα κοντά ώστε να δει γυμνό το βασιλιά.
ΔΕΝ ΜΕ ΝΟΙΑΖΕΙ ΝΑ ΜΕ ΑΓΑΠΑΣ, ΑΡΚΕΙ ΝΑ ΜΕ
ΦΟΒΑΣΑΙ!
Κανένας άνθρωπος δεν επιθυμεί να βρίσκεται
εκτός ελέγχου ή να γίνεται αντικείμενο ελέγχου, αλλά ένας καθ′ έξιν «παίχτης» αρνείται ολοκληρωτικά να αποδεχτεί το γεγονός ότι απόλυτος έλεγχος δεν υπάρχει.
Έχει την ψευδαίσθηση ότι η απόκτηση δύναμης θα του εξασφαλίσει τα υψηλά επίπεδα
ασφάλειας και προβλεψιμότητας που έχει ανάγκη, γι′ αυτό την επιδιώκει με κάθε μέσο, ακόμα και
εις βάρος των άλλων. Προφανώς η μεγάλη ανάγκη για έλεγχο έχει κάποιες ρίζες στο
παρελθόν. Άνθρωποι που κάποια στιγμή στη ζωή τους βρέθηκαν μέσα σε χαοτικά
περιβάλλοντα νιώθοντας ανήμποροι ή αβοήθητοι, συχνά προσπαθούν να αναπληρώσουν
την αίσθηση αδυναμίας που κουβαλούν με υπερβολικές, απαιτητικές ή επιβλητικές
συμπεριφορές στο σήμερα, ώστε να διασφαλίσουν ότι δεν θα ξαναβρεθούν ποτέ στη
δυσάρεστη θέση του «θύματος». Από την άλλη, συγκεκριμένα χαρακτηριστικά των
«παιχτών» όπως η ανάγκη να έχουν πάντα δίκιο, η προσπάθεια να παρουσιάζονται ως
αλάνθαστοι και τέλειοι και η συνεχής επιφυλακή μήπως γίνουν αντικείμενο
ελέγχου, είναι όλα σημάδια χαμηλής αυτοεκτίμησης. Υπό αυτό το πρίσμα, η
αναζήτηση δύναμης, η οποία αποδεδειγμένα αυξάνει την αυτοεκτίμηση και
αυτοπεποίθηση, είναι λογικό να έχει γίνει η βασικότερη αποστολή στη ζωή τους.
Πάντως αν το
καλοσκεφτούμε, τα παιχνίδια δύναμης είναι ένας ακόμα τρόπος συμπεριφοράς, ένας
ακόμα τρόπος που έχουμε μάθει να υπάρχουμε και να σχετιζόμαστε. Ο «παίχτης»
φέρεται έτσι επειδή μοιάζει να πιστεύει ότι μόνο με πλάγιους τρόπους θα
καταφέρει να ικανοποιήσει τις ανάγκες του. Ενώ φαίνεται να επιζητεί συμμάχους,
σεβασμό, αναγνώριση και ασφάλεια, για κάποιο λόγο του είναι αδύνατον να
φανταστεί ότι θα τα λάβει όλα αυτά αν απλώς τα ζητήσει και τα εκφράσει ανοιχτά.
Προσπαθεί
λοιπόν να ελέγξει τους άλλους προκειμένου να πάρει με τη βία όσα δεν πιστεύει
ότι μπορεί ή αξίζει να πάρει με άλλο τρόπο και επιπλέον επειδή δεν εμπιστεύεται
τους άλλους. Φοβάται ότι αν τους αφήσει ελεύθερους και «ανεξέλεγκτους» θα του
κάνουν κακό, θα τον προδώσουν ή θα του τη φέρουν. Δεν είναι παράξενο που
καταλήγει να εμπιστεύεται περισσότερο το φόβο, το σεβασμό ή το δέος που εγείρει
πολλές φορές η δύναμη, πάρα κάποια άλλα, «αστάθμητα» συναισθήματα όπως η
αυθόρμητη συμπάθεια, η αγάπη ή η αληθινή εκτίμηση.
Κάποιος
μπορεί να ισχυριστεί ότι ο «παίχτης» κατοικεί μέσα σε μία πραγματικότητα
κάλπικη. Ότι η δύναμη και ο έλεγχος που προσφέρουν τα παιχνίδια είναι απλές
ψευδαισθήσεις και ότι η αυτοεκτίμηση που
κερδίζεται είναι παροδική και εύθραυστη. Ακόμα και έτσι να είναι, ο άνθρωπος
που παίζει παιχνίδια συνήθως προτιμά τον ψεύτικο κόσμο του παρά να αντικρίσει
τα ενδεχόμενα θέματά του. Κρύβεται πίσω από τις ψευδαισθήσεις του και πάντα
κατασκευάζει απέναντί του κάποιον που είναι «λιγότερο εντάξει» ή «έχει
περισσότερα προβλήματα» από τον ίδιο, καταφέρνοντας έτσι να αποφύγει να
διαχειριστεί τους φόβους, τις ανασφάλειες και τις αμφιβολίες του, δηλαδή τις
δικές του «αδυναμίες». Έστω και στα ψέματα, ο «παίχτης» καταφέρνει να περνιέται
για ισχυρός και αυτάρκης, καλύτερος και εξυπνότερος από τους άλλους. Η «δύναμη»
που αντιλαμβάνεται να έχει τον κάνει εγωκεντρικό και τον αποτρέπει από το να
νοιαστεί για τους άλλους, ενώ η κυριαρχία που αισθάνεται να έχει επάνω τους του
επιτρέπει να αγαπά τον εαυτό του. Σε τελική ανάλυση, είτε είναι ηθικά
επιλήψιμος είτε όχι, ένας αδιαμφισβήτητα αποτελεσματικός τρόπος να βλέπεις τον
άλλον από ψηλά είναι να τον ρίξεις κάτω…
ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΜΕ
«ΠΑΙΞΕΙΣ» ΜΟΝΟ ΑΝ ΣΤΟ ΕΠΙΤΡΕΨΩ.
Ένας
«παίχτης» ποτέ δεν λειτουργεί στο κενό – πάντοτε υπάρχει ένας συμπαίκτης που
για τους δικούς του λόγους δέχεται να πάρει μέρος στο παιχνίδι. Επίσης κάποιος
«δυνατός» ποτέ δεν υφίσταται ως τέτοιος χωρίς να έχει κάποιον «αδύναμο»
απέναντί του. Τα παιχνίδια δύναμης διαδραματίζονται εντός σχέσεων δύναμης και
όσοι βρίσκονται μέσα σε τέτοιες σχέσεις δεν βρίσκονται μαζί τυχαία. Εκείνος που
παίζει παιχνίδια εξαρτάται από την «αδυναμία» του άλλου για να επιβεβαιώσει την
πεποίθησή του ότι είναι «δυνατός» και εκείνος που υφίσταται τα παιχνίδια εξαρτάται
από τη σχέση του με τον «δυνατό» για να επιβεβαιώσει την πεποίθησή του ότι
είναι «αδύναμος». Σε αυτά τα πλαίσια, ο «δυνατός» κρατώντας τον άλλο σε
υποδεέστερη θέση αποδεικνύει περίτρανα ότι «στη σχέση νικάει εκείνος που
νοιάζεται λιγότερο», ενώ ο «αδύναμος» είτε βουλιάζει στην παθητικότητα είτε
απαντά με θυμό είτε μετακινείται ανάμεσα στα δύο.
Υποταγή: η 1η θέση «αδυναμίας».
Από αυτή τη θέση διατυπώνονται φράσεις όπως:
«έχω χάσει τη δύναμή μου», «είμαι ανίσχυρος/η απέναντί του/της» και «τίποτα από
όσα κάνω δεν επιφέρουν αλλαγή σε οτιδήποτε». Η θέση υποταγής συνήθως επιλέγεται
όταν έχω πολύ μεγάλη ανάγκη την επιβεβαίωση και αποδοχή του άλλου. Προκειμένου
να μην τον χάσω, αποκρίνομαι παθητικά στους χειρισμούς του, αναλαμβάνω έναν
υποτακτικό ρόλο στη σχέση και δέχομαι να γίνω ο καθρέφτης όπου πάνω του
προβάλλονται όλες οι «αδυναμίες» που θέλει να ξεφορτωθεί ο άλλος όπως, πιθανά,
η ντροπή, ο φόβος και η ανεπάρκειά του. Φαίνεται να έχει υψηλό τίμημα, αλλά από
την άλλη η υποταγή είναι μια ξέγνοιαστη θέση.
Όντας «θύμα»
καταφέρνω να κρατάω τον άλλο κοντά μου, κρύβω τα δικά μου ενδεχόμενα θέματα
πίσω από τα παιχνίδια του και συντηρώ μια ψευδοαίσθηση ασφάλειας. Επιπλέον,
στην υποταγή δεν χρειάζεται να αποφασίσω για τίποτα, αφού αφήνομαι στον έλεγχο
του άλλου, θα πει παραιτούμαι από τον έλεγχο του εαυτού μου και της ζωής μου.
Έχοντας από πάνω μου έναν «δυνατό» να κινεί τα
νήματα, έχω την ευκαιρία και την άνεση να παραμείνω παιδί και να βουλιάξω στην
αδράνεια, την αναβλητικότητα και την τεμπελιά. Εξάλλου, ο ρόλος του θύματος ή
του οσιομάρτυρα κρύβει πολλές φορές μια κρυφή αίγλη. Γίνομαι ο αδικημένος,
εκείνος που υπομένει σιωπηλά, ο απόλυτα «καλός» αυτής της ιστορίας απέναντι σε
κάποιον απόλυτα «κακό».
Το
σημαντικότερο που προσφέρει η υποταγή είναι ότι επιβεβαιώνει τις εσωτερικές
διαστρεβλωμένες ιδέες που κουβαλώ ότι: «αν υπακούσω δεν θα πληγωθώ», «αν δείξω
τη δύναμή μου οι άνθρωποι θα με εγκαταλείψουν» και «δεν είμαι αρκετά
σημαντικός/ή, έξυπνος/η, ισχυρός/ή ώστε να υπερασπιστώ τον εαυτό μου» .
Το κακό
είναι ότι η υποταγή μπορεί να γίνει εθιστική. Το «θύμα» φτάνει στο σημείο να
χρειάζεται τον «δυνατό» προκειμένου να νιώσει κάποιου είδους συγκίνηση ή
διέγερση. Φτάνει σχεδόν να μπερδεύει την αίσθηση της αδυναμίας, της
υποτακτικότητας και της εξάρτησης με την αγάπη. Έπειτα από μακρά θητεία στην
υποταγή ένας άνθρωπος-άνθρωπος, δηλαδή ένας άνθρωπος «κανονικός», στις
πραγματικές του διαστάσεις, δύσκολα πλέον μπορεί να γίνει αντιληπτός ως
γοητευτικός ή sexy.
Ανταγωνισμός: η 2η θέση «αδυναμίας»
Εδώ ακούει
κανείς φράσεις του τύπου: «θα σε κάνω να χάσεις όλη σου τη δύναμη» και «θα πάρω
πίσω τη δύναμή μου». Στην ανταγωνιστική θέση περνάμε στην αντεπίθεση και τα
παιχνίδια δύναμης εκδηλώνονται παράλληλα και κλιμακώνονται καθώς ο καθένας
αγωνίζεται να υπερκεράσει τον άλλο ώστε να καταλάβει τη θέση του «δυνατού». Η
σχέση παύει να είναι σχέση και μετατρέπεται σε έναν αγώνα δύναμης όπου ο
καθένας παλεύει να επιβάλλει στον άλλο την προσωπική του ατζέντα όντας
πεπεισμένος ότι οι δικοί του όροι είναι καλύτεροι ή σωστότεροι.
Και οι δύο
προσπαθούν να επιβάλλουν την αλήθεια τους ως την απόλυτη αλήθεια, ξεχνώντας ότι
η αλήθεια είναι υποκειμενική και ότι υπάρχουν πολλές αλήθειες. Μαθαίνουν να
πατάνε ο ένας τα κουμπιά του άλλου.
Αν ξέρω ότι
σε «πονάει» η εγκατάλειψη, απειλώ ότι θα φύγω, αν ξέρω ότι έχεις ανάγκη να
φαίνεσαι «σωστός», σου υποδεικνύω ότι είσαι «λάθος», αν έχεις ανασφάλεια με την
εμφάνισή σου αποφεύγω να σου κάνω κοπλιμέντα ή αναδεικνύω τις «ατέλειές» σου.
Μιλάμε για
δύο ανθρώπους που παλεύουν να αναδειχθούν νικητές και που δεν φαίνονται
διατεθειμένοι να εγκαταλείψουν μέχρι να το καταφέρουν. Ο εγωισμός παίρνει
συνήθως το πάνω χέρι και ο αγώνας για επικράτηση γίνεται εθιστικός.
Μένω ή
επιστρέφω συσσωρεύοντας θυμό και πίκρα περιμένοντας τη δική μου σειρά και τη
δική μου ευκαιρία να βγω από πάνω. Μένω και παλεύω να επιβάλλω τη δική μου
εκδοχή για τα πράγματα συζητώντας μέχρι τελικής πτώσης, απειλώντας, δίνοντας
τελεσίγραφα, κάνοντας παράπονα, επικρίνοντας και κατηγορώντας.
Στην
πραγματικότητα ούτε βλέπω ούτε ακούω τι λέει ο άλλος, ούτε με ενδιαφέρει τι
θέλει. Το μόνο που με ενδιαφέρει είναι να τον λυγίσω, να ισχυροποιήσω ή
αποκαταστήσω τη «δύναμή» μου και να ικανοποιηθεί ο εγωισμός μου.
Εκτός από τη δεδομένη ταλαιπωρία, το σύνηθες
επακόλουθο όλης αυτής της μάχης είναι φυσικά η αμοιβαία περιφρόνηση. Σε
συνθήκες ακραίου ανταγωνισμού, όπου ο καθένας λειτουργεί αποκλειστικά για τον
εαυτό του, η ενσυναίσθηση για τον «αντίπαλο» εξαφανίζεται και ο άλλος
υποβιβάζεται σε αντικείμενο, δηλαδή εκτιμάται και αξιολογείται αποκλειστικά
βάσει της χρησιμότητάς του.
Είναι αλήθεια ότι τα παιχνίδια δύναμης μας κάνουν
αλαζόνες και απερίσκεπτους. Μας παρασύρουν να φερθούμε στον άλλο με
εξευτελιστικό τρόπο, παραβιάζοντας τα όρια του και δείχνοντας έλλειψη σεβασμού
στο πρόσωπό του, συμπεριφορές που υπό κανονικές συνθήκες έρχονται σε πλήρη
αντίθεση με τη εικόνα που θέλουμε να έχουμε για τον εαυτό μας ως ενός ανθρώπου
ακέραιου και έντιμου.
Τις περισσότερες φορές, ο τρόπος που βρίσκουμε
για να μειώσουμε αυτή τη γνωστική ασυμφωνία, είναι να εκλογικεύσουμε την
αδικαιολόγητη συμπεριφορά μας πείθοντας τον εαυτό μας ότι ο άλλος είναι ένα
περιφρονητέο, μιαρό πλάσμα, παντελώς ανάξιο να τύχει καλύτερης μεταχείρισης.
Το
συμπέρασμα, αν και καθόλου πρωτότυπο, είναι ότι η αίσθηση της δύναμης όντως
διαφθείρει.
ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗ
ΔΥΝΑΜΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΤΙ ΝΑ ΔΙΑΛΕΞΩ;
Θα
αναρωτηθεί κανείς αν υπάρχει άλλη «λύση» ή διέξοδος σε αυτές τις ιστορίες. Αν
υπάρχει περίπτωση δηλαδή να έχουμε κοινά συμφέροντα με τον άλλο αλλά να
δυσκολευόμαστε να τα αντιληφθούμε ή στην περίπτωση που μπορούμε να τα
αντιληφθούμε να μην ξέρουμε πώς να συντονίσουμε τις συμπεριφορές μας ώστε να τα
ικανοποιήσουμε.
Πιθανόν θα μπορούσε να προκύψει μια αμοιβαία
επωφελής λύση μέσα από μια διαδικασία διαπραγμάτευσης που θα οδηγούσε σε
επίτευξη συμφωνίας. Και πραγματικά, κάποια μοντέλα της θεωρίας παιγνίων
περιγράφουν τις συνθήκες υπό τις οποίες είναι δυνατόν να βρεθεί μια συνεργατική
λύση που θα ικανοποιεί όλα τα συγκρουόμενα συμφέροντα, χωρίς να διαλυθεί η
σχέση.
Άν θέλουμε να είμαστε ρεαλιστές κι επειδή μια ζωή την έχουμε,
όταν η σχέση είναι πολύ ταλαιπωρημένη από τα παιχνίδια δύναμης, η μόνη
«οικονομική» επιλογή μάλλον δεν είναι η μελέτη και εφαρμογή της θεωρίας παιγνίων,
αλλά η ρήξη.